Το καθεστώς του υπαρκτού ελληνισμού και ο εθνολαϊκισμός του

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Λίγους μήνες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, συγκεκριμένως τον Απρίλιο του 2004, είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο στο περιοδικό In Extremis, το οποίο εξέδιδε στο Κιλκίς ο Γιώργος Γρηγοριάδης. Ο τίτλος του άρθρου ήταν μονολεκτικός, σε άπταιστα greeklish, και προκαταλάμβανε αρνητικώς τον αναγνώστη/στρια: “CocaColympics”.
Μέσα από τις αράδες του άρθρου επέκρινα την απάθεια με την οποία δέχθηκε η ελληνική κοινωνία την υποψηφιότητα των Ολυμπιακών Αγώνων. Σημείωνα σχετικώς: “Πιστεύω ακράδαντα ότι αν είχαν κινηθεί δυναμικά πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς θα είχε αποφευχθεί η απόφαση υπέρ της Αθήνας”. Αλλά, “δυστυχώς δεν έγινε τίποτε σημαντικό, ή έστω θεαματικό, που θα απέκλειε τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα…”. Στο συγκεκριμένο κείμενο δεν αποστασιοποιήθηκα απλώς από το εξωφρενικό εγχείρημα, το οποίο θα ξεκινούσε σε λίγους μήνες, αλλά άσκησα και μια σχετική αυτοκριτική για την προσωπική μου αδράνεια: “… επιπλήττω τον εαυτό μου γιατί δεν εναντιώθηκα ενεργά σ΄ αυτή τη μεγαλεπήβολη ιδέα των εθνικώς συμπλεγματικών Ελλήνων”.
Μεγάλο μέρος της κριτικής μου εκκινούσε από αυτό το σημείο του εθνικού συμπλέγματος μειονεξίας: “Από τη στιγμή που η >Ψωροκώσταινα< είδε να μπαίνουν κάποια χρήματα στα ταμεία της, αναθάρρησαν ποικιλώνυμοι πολιτικάντηδες και >ιδεολόγοι< με φανταχτερές >ιδέες< νεόπλουτων και άρχισαν να διατυπώνουν διάφορες ακραίες απόψεις χωρίς να συλλογίζονται τις συνέπειες που θα έχουν αυτές αν υλοποιηθούν. Μια τέτοια ήταν και η >ιδέα< της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας. Ότι πρόκειται για >βίτσιο<, απόρροια του συμπλέγματος κατωτερότητας που διακατέχει ιδεολογικά το μεγαλύτερο τμήμα του >αστικού μπλοκ εξουσίας< , το επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν όνειρο και των συνταγματαρχών της >χουντικής επταετίας. Ο πολύς γ.γ. Αθλητισμού, ο >μικρός δικτάτορας<, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, εξέφρασε κάποια στιγμή την πεποίθηση ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η χώρα μας θα ήταν έτοιμη να αναλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η άποψη ενός αμόρφωτου, ξετσίπωτου και αλαζόνα πραξικοπηματία; Δυστυχώς την ίδια γραμμή πλεύσης ακολούθησαν αργότερα και οι σοσιαλιστές και οι φιλελεύθεροι”.
Όσον αφορά τον χαρακτήρα και τα “μηνύματα” των Ολυμπιακών Αγώνων και τη φλυαρία περί ολυμπιακούς ιδεώδους και τα συναφή, είχα διατυπώσει τις ενστάσεις μου με αρκετή σαφήνεια: “… Οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνονται για … τους εργολάβους, τους πολιτικάντηδες, την Coca Cola, την Nike, την Adidas και όλες τις πολυεθνικές. Ναι, αυτές που κατασκευάζουν τα ρούχα και τα άλλα προϊόντα τους στις χώρες του Τρίτου Κόσμου χρησιμοποιώντας ανήλικα παιδιά ή εκμεταλλεύονται γυναίκες που ζουν υπό καθεστώς σκλαβιάς (η Nike και οι εργολάβοι της στη Ν.Α. Ασία κρατάνε τις εργάτριες ξύπνιες με χάπια   23 ώρες το 24ωρο για να δουλεύουν σαν τις σκλάβες, τις απαγορεύουν  ακόμη και το χασμουρητό!)”. Και με μια δόση έντονης συναισθηματικής φόρτισης προσέθεσα σε αυτή τη συνάφεια και την ακόλουθη φράση: “Αυτές οι γυναίκες είναι οι πραγματικές πρωταθλήτριες της ζωής και όχι τα >χαπακωμένα< με αναβολικά ανθρώπινα προϊόντα με τις ετικέτες των πολυεθνικών στις φανέλες και τα σώβρακα τους που θα εμφανιστούν στους αθλητικούς στίβους για να αποθεωθούν από ένα κατευθυνόμενο πλήθος”.
Ωστόσο, το στοιχείο το οποίο καθιστά επίκαιρο εκείνο το κείμενό μου, δεν είναι οι ιδεολογικο-πολιτικές μου ενστάσεις κατά των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά εκείνο το σημείο που συνδέονται αυτές με το προδιαγραφόμενο μέλλον της χώρας: “Δε θα με αφορούσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες αν είχα μόνο αυτές τις >ιδεολογικές-πολιτικές< ενστάσεις. Αν το σόου γινόταν σε άλλη χώρα θα διατύπωνα τις ενστάσεις μου και εκεί θα σταματούσε το πράγματα”. Αλλά οι ανησυχίες και η αγωνία μου, δεν αφορούσαν τα κοινότοπα της εμπορευματοποίησης των αγώνων και τα συναφή, αλλά την τύχη της ίδιας της πατρίδας μας: “Η Ελλάδα έχει όμως μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι οικονομικώς ισχυρή χώρα. Δεν μπορεί να σπαταλάει τα αποθέματα των δυνάμεών της για να ικανοποιήσει την επιδειξιμανία των >λεφτάδων< (περί >λεφτάδων< πρόκειται και όχι περί αστών με συνείδηση στόχων) και μερικών κοντόφθαλμων πολιτικών”.
Και ακριβώς σε αυτό το σημείο επέκρινα την σύνδεση της υποτιθέμενης ανάπτυξης, την οποία ευαγγελιζόταν η προπαγανδιστική ρητορεία του καθεστώτος σε σχέση με την όλη διοργάνωση: “Σε μια χώρα που είναι τελευταία στην Ε.Ε., όσον αφορά τα κονδύλια που διατίθενται από το κράτος και τους ιδιώτες στην έρευνα η >ιθύνουσα τάξη<  αποφασίζει να προχωρήσει στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων με πρόφαση, μάλιστα, την ανάπτυξη της χώρας”.
Σήμερα γνωρίζουμε το εγκληματικό αποτέλεσμα αυτών των επιλογών, όσο και αν προσπαθούν οι πρωταγωνιστές τους να αποποιηθούν τις ευθύνες τους με διάφορες ανόητες δικαιολογίες. Στο κείμενό μου, έθεσα τότε μια σειρά από ρητορικά ερωτήματα, τα οποία εξακολουθούν και σήμερα να έχουν την ισχύ τους: “Ας βγει ένας μεγαλοσχήμων υποστηρικτής των Ολυμπιακών Αγώνων και ας μου δώσει μια λογική εξήγηση γιατί είναι σώνει και καλά τα γιγαντιαία στάδια αυτά που θα διασφαλίσουν μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη της χώρας; Γιατί να μην είναι οι επενδύσεις σε θέματα τεχνογνωσίας, νέων τεχνολογιών, στην έρευνα, στη δημιουργία βιβλιοθηκών, στο ανθρώπινο δυναμικό; Ας βρεθεί κάποιος υποστηρικτής να μ ου εξηγήσει γιατί πρέπει να δαπανηθούν τόσα κεφάλαια, άνθρωποι και ιδέες για ένα γεγονός που θα φέρει υποτίθεται τη χώρα μας στο επίκεντρο του κόσμου μέσω των ΜΜΕ, τη στιγμή που αυτή απουσιάζει από όλα τα σημαντικά πεδία ανταγωνισμού του σύγχρονου κόσμου; Στην οικονομία, στην επιστήμη, στις Τέχνες. Εδώ χρειαζόμαστε ολυμπιονίκες. Ποιος αφελής πιστεύει ότι μπορεί να διατηρηθεί η συνοχή ενός λαού βγάζοντας μόνο μοσχαναθρεμμένους και ντοπαρισμένους αθλητές;”.
Η ανησυχία μου εστίαζε τότε και σε κάτι άλλο, που απουσιάζει και σήμερα από τη δημόσια συζήτηση και από τον πολιτικό πολιτισμό μας: η κατεύθυνση στόχων, ο προσανατολισμός: “Το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων δε θα προσμετρηθεί μόνο ως απώλεια κεφαλαίων και δυνάμεων, θα προσμετρηθεί και ως απώλεια προσανατολισμού. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγούμε από τα σύμπλεγμα κατωτερότητας τόσο πιο εύκολα θα αντιμετωπίζουμε στο μέλλον υπερφίαλα σχέδια και εγχειρήματα, όπως αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων”.
Υπό αυτή την έννοια εξακολουθώ και σήμερα, όχι απλώς να είμαι καχύποπτος, αλλά να αμφισβητώ σφόδρα την κάλπικη >εθνική υπερηφάνεια<  που προκαλούν τα ολυμπιακά μετάλλια στους υπερπρωταθλητές της κοινωνικής αδράνειας και τους θεατές του καναπέ – ότι και οι νέοι κρατούντες επικαλούνται αυτήν την κάλπικη υπερηφάνεια δε θα πρέπει να μας ξενίζει. Ο πολιτικός πολιτισμός του υπαρκτού ελληνισμού τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από συγκεκριμένες πρακτικές και συγκεκριμένα πρότυπα.
Κρατώ ως ελπίδα, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό του πολιτικαντισμού και της νέας εθνολαϊκιστικής ρητορείας, την πληροφορία – αν ισχύει- ότι η αθλήτρια επέλεξε ως εξειδίκευση στις σπουδές της, την “εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες”: αν το ολυμπιακό μετάλλιο δείχνει άτομο με υπομονή, επιμονή και στόχους, η επιλογή της συγκεκριμένης επιστημονικής εξειδίκευσης δείχνει άλλου είδους ποιότητα. “Κάθε γενιά ανακαλύπτει μέσα σ΄ ένα σχετικό σκοτάδι την αποστολή της, την εκπληρώνει ή την προδίνει», καθώς λέγει ο Frantz Fanon.
Σημείωση: Απέφυγα να παραθέσω εδάφια από το παλαιό άρθρο μου, τα οποία αναφέρονταν στην Coca Cola, επειδή θεωρώ ότι ο τίτλος του κειμένου είναι αρκετά εύγλωττος: CocaColympics.  Ωστόσο, σημειώνω, ότι αξίζει τον κόπο μια επιστημονική έρευνα για την εμπλοκή της Coca Cola στις διάφορες διοργανώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων. Η αμερικανική πολυεθνική, για παράδειγμα, εμποδίζει ακόμη και σήμερα κάθε προσπάθεια επιστημονικής έρευνας γύρω από τη σχέση της με το χιτλερικό καθεστώς. Κάτι που έχουν πράξει άλλες πολυεθνικές δαπανώντας, μάλιστα, σχετικά κονδύλια σε ερευνητικά προγράμματα. Όσον αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα, δεν έχει ερευνηθεί επιστημονικώς η σχέση της αμερικανικής πολυεθνικής με το καθεστώς της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ούτε, φυσικώς, οι σχέσεις του κλειστού πυρήνα των διοργανωτών των αγώνων της Αθήνας με τον μέγα χορηγό που ακούει στο όνομα Coca Cola.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”