Απάντησε το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στον B. Τσιομπανίδη για φορολόγηση αγροτικών επιδοτήσεων.

Απάντησε η επιτροπή αναφορών του ευρωπαικού κοινοβουλίου στην αναφορά που είχε υποβάλει ο πρόεδρος του ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΑΚΚΕΛ Βάκης Τσιομπανίδης σχετικά με την φορολόγηση των αγροτικών ευρωπαικών επιδοτήσεων άνω των 12.000 ευρώ. Η επιτροπή αναφορών είχε κρίνει πως η αναφορά Τσιομπανίδη έχει νομική υπόσταση έγινε παραδεκτή και συζητήθηκε, τελικός έκριναν πως η φορολόγηση είναι θέμα των κρατών μελών και δεν μπορεί να παρέμβει το ευρωπαικό κοινοβούλιο.



ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά αριθ. 0941/2015 του Ευάγγελου Τσιομπανίδη πρόεδρο του ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΑΚΚΕΛ), ελληνικής ιθαγένειας, σχετικά με τη φορολόγηση των αγροτικών επιδοτήσεων

1. Περίληψη της αναφοράς Ο αναφέρων αντιτίθεται στη νομοθεσία που θεσπίστηκε στην Ελλάδα σχετικά με τη φορολόγηση των αγροτικών επιδοτήσεων που υπερβαίνουν τα 12.000 ευρώ. Ο ίδιος επισημαίνει ότι οι αγρότες έχουν ήδη υποστεί σημαντική μείωση των ετήσιων εισοδημάτων τους, ενώ ταυτόχρονα έχουν αυξηθεί οι γενικές δαπάνες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν τόσο στην αποπληρωμή των δανείων τους όσο και στις μεγάλες φορολογικές τους υποχρεώσεις. Επισημαίνει ότι σκοπός των αγροτικών επιδοτήσεων, βάσει του δικαίου της ΕΕ, είναι ο εξορθολογισμός και η αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και όχι η αποπληρωμή των χρεών τους προς τις τράπεζες και το Δημόσιο. Υποστηρίζει ότι η φορολόγηση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων είναι απαράδεκτη και συνιστά παραβίαση του ενωσιακού δικαίου.

 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 5 Απριλίου 2016. Η Επιτροπή κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες (άρθρο 216 παράγραφος 6 του Κανονισμού). 3. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 31 Αυγούστου 2016 Σύμφωνα με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία, η άμεση φορολογία εμπίπτει ουσιαστικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ είναι περιορισμένο στον τομέα της άμεσης φορολογίας και δεν επηρεάζει το ζήτημα που αναφέρεται στην παρούσα αναφορά. Στους τομείς που δεν διέπονται από το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία ελευθερία να σχεδιάσουν τα δικά τους φορολογικά συστήματα και να αποφασίσουν τι θα φορολογήσουν, πότε και με ποιον συντελεστή. Ο μόνος περιορισμός έγκειται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Συνεπώς, δεν τους επιτρέπεται PE587.743v01-00 2/2 CM1103205ELLdocxxELL να εισάγουν διακρίσεις στη φορολογική τους νομοθεσία με βάση την ιθαγένεια ή την κατοικία εις βάρος των υπηκόων κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου και του δικού τους, ή εις βάρος όποιου ασκεί τις ελευθερίες που απορρέουν από τηΣΛΕΕΕ. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν αδικαιολόγητους περιορισμούς σε αυτές τις ελευθερίες. Η Επιτροπή θα ήθελε να επισημάνει ότι δεν θεωρεί ότι η ελληνική νομοθεσία θέτει διακρίσεις ή περιορισμούς που δεν συνάδουν με τηΣΛΕΕΕ. Σχετικά με την συμβατότητα των προαναφερθέντων φορολογικών μέτρων με τους στόχους της κοινής αγροτικής πολιτικής, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος τουΕΜΣΣ που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2015. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η άμεση εισαγωγή αυτών των μέτρων θα προκαλούσε ενδεχομένως υπερβολική φορολογική επιβάρυνση για τους αγρότες, ιδίως για τους μικρομεσαίους, και για τον λόγο αυτό, εισηγήθηκε μία πολυετή μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αυτών. Για παράδειγμα, η εναρμόνιση των συντελεστών των ασφαλιστικών εισφορών για τους αγρότες (με εκείνους των μισθωτών) θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2022, ενώ το καθεστώς των συνταξιοδοτικών παροχών του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων ΟΓΑΑ) θα εναρμονιστεί αναλογικά μέχρι το 2013 με εκείνο που ισχύει και για τους λοιπούς δικαιούχους του συνταξιοδοτικού συστήματος. Επιπλέον, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αντίθετες με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Jensen, η οποία δεν αφορά την άμεση φορολογία του εισοδήματος των αγροτών, αλλά σχετίζεται με τη νομιμότητα της κάλυψης χρεών προς το δημόσιο από άμεσες πληρωμές που καταβάλλονται στο πλαίσιο της κοινής αγροτικής πολιτικής. Αντιθέτως, οι μεταρρυθμίσεις είναι πλήρως συμβατές με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις 28 Απριλίου 2016 το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεσηC-4622/15Vernerss Pudns επιβεβαίωσε την παλαιότερη νομολογία του (ιδίως στην υπόθεση C-427/05 Porto Antico di Genova SpA) σε σχέση με τη «ρήτρα καταβολής των πληρωμών στο ακέραιο» (πρώην άρθρο 29 (1) του κανονισμού 73/2009, νυν άρθρο 11 του κανονισμού 1306/2013). Επανέλαβε ότι η ρήτρα αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος στις άμεσες πληρωμές. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η φορολογία εισοδήματος στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν συνιστούσε ένα ειδικό τέλος που συνδέεται με την καταβολή των άμεσων πληρωμών, αλλά αποτελεί μέρος του γενικού φορολογικού συστήματος. Κατά συνέπεια, το εθνικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος δεν παρεμπόδιζε την αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού της «ρήτρας καταβολής των πληρωμών στο ακέραιο», και, ως εκ τούτου, η ρήτρα αυτή δεν εξαιρεί τις άμεσες πληρωμές από τη γενική φορολογία εισοδήματος. Τέλος, με τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα εναρμονιστεί το καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που ισχύει για τους αγρότες με εκείνο των λοιπών φορολογούμενων, με την καθιέρωση ίδιας φορολογικής κλίμακας για το εισόδημα που προέρχεται από την εργασία και την επιχειρηματική δραστηριότητα, και ίδιας έκπτωσης φόρου με τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, ενώ θα καταστεί αυστηρότερος ο ορισμός του κατ' επάγγελμα αγρότη όσον αφορά το φορολογητέο εισόδημα.